Όλο το διάστημα της εγκυμοσύνης από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό και στη συνέχεια τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της απώτερης υγείας του ανθρώπου. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η σίτιση και πρόσληψη βάρους της εγκύου κυρίως κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, μπορούν να επηρεάσουν την έκφραση των γονιδίων μας και με αυτόν τον τρόπο να επηρεάσουν με θετικό ή αρνητικό τρόπο την υγεία του εμβρύου όταν ενηλικιωθεί και όχι μόνο τη δική του, αλλά και των μεταγενέστερων γενεών.
Παράγοντες που επηρεάζουν την έκφραση του ανθρώπινου γονιδιώματος όπως η υπερσίτιση (ή το αντίθετο, ο υποσιτισμός της εγκύου όπως έχει φανεί από επιδημιλογικές μελέτες κατά την περίοδο του χειμώνα πείνας στην Ολλανδία, ή την πολιορκία του Λένινγκραντ), επηρεάζουν την έκφραση μεγάλου αριθμού γονιδίων μας και προδιαθέτουν αργότερα στη ζωή, για εμφάνιση παχυσαρκίας, μεταβολικού συνδρόμου, καρδιαγγειακών επεισοδίων, υπέρτασης και νοσημάτων φθοράς. Η παχυσαρκία της εγκύου επιπρόσθετα, έχει συσχετισθεί τόσο με κίνδυνο προωρότητας όσο και αυξημένου βάρους γέννησης. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο έχουν συσχετιστεί με υπερβαρότητα και παχυσαρκία αργότερα στη ζωή.
Σημαντικό ρόλο για τη μετέπειτα υγεία μας παίζει και το εντερικό μικροβίωμά μας, τα πάνω από 100 τρισεκατομμύρια μικροβιακά κύτταρα που έχουμε στον αυλό του εντέρου μας. Παράγοντες που διαταράσσουν το μικροβίωμα του ανθρώπου κατά τους πρώτους μήνες της ζωής είναι η γέννηση με καισαρική τομή, η λήψη αντιβιοτικών και άλλων φαρμάκων και ο ανεπαρκής μητρικός θηλασμός, όπως και ο λανθασμένος τρόπος σίτισης κατά την εισαγωγή στερεών τροφών.
Τα παραπάνω αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, υπεύθυνη της Μονάδας Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών, που είχε την πρωτοβουλία διοργάνωσης του Συμποσίου Βρεφικής Διατροφής, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με τη συμμετοχή διακεκριμένων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων.
Αλλάζουν οι κατευθυντήριες οδηγίες για τη βρεφική διατροφή
Με απόφαση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Υγείας έχει συσταθεί ομάδα επιστημόνων που επεξεργάζεται την επικαιροποίηση των διατροφικών συστάσεων που αφορούν στην εισαγωγή στερεών τροφών στα βρέφη κατά το 2ο εξάμηνο της ζωής. Η γενική σύσταση είναι η εξής: «Η εισαγωγή των στερεών τροφών συνιστάται να γίνεται στο 2ο εξάμηνο της ζωής, δηλαδή με τη συμπλήρωση των 6 μηνών ζωής, ενώ σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται πριν από τη συμπλήρωση των 4ων μηνών ζωής. Η σύσταση αυτή ισχύει τόσο για τα θηλάζοντα όσο και για τα μη θηλάζοντα βρέφη».
Φυσικά η κ. Παπαδοπούλου διευκρινίζει ότι ο αποκλειστικός θηλασμός είναι η πλέον κατάλληλη τροφή για το βρέφος κατά τους πρώτους 6 μήνες της ζωής. Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα τα ποσοστά αποκλειστικού θηλασμού είναι χαμηλά. Στη χώρα μας θηλάζει ποσοστό περίπου 40% τον 1ο μήνα της ζωής, γύρω στο 25% στους 4 μήνες και μικρότερο από 1% στους 6 μήνες. Η οικογένεια και η πολιτεία οφείλουν να στηρίξουν τη νέα μητέρα να θηλάσει όσο γίνεται περισσότερο, υπογραμμίζει η κ. Παπαδοπούλου.
Εισαγωγή στερεών τροφών
«Οταν η μητέρα θηλάζει το βρέφος της αποκλειστικά, πρέπει να γίνεται με τη συμπλήρωση του 6ου μήνα της ζωής τότε που το μητρικό γάλα αδυνατεί πια να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του βρέφους. Όταν το βρέφος δεν θηλάζει αποκλειστικά, οι στερεές τροφές μπορούν να αρχίσουν να χορηγούνται όταν το βρέφος είναι νευροαναπτυξιακά έτοιμο να τις δεχτεί. Βέβαια, υπάρχει ένα απαγορευτικό όριο των 4 συμπληρωμένων μηνών, κάτω από το οποίο η χορήγηση στερεών τροφών εμπεριέχει κινδύνους (αλλεργία κ.ά.), γι’ αυτό και από όλους τους επιστημονικούς φορείς, υπάρχει η σύσταση να μην χορηγούνται στερεές τροφές σε ένα βρέφος ηλικίας κάτω των 4 συμπληρωμένων μηνών».
Η κ. Παπαδοπούλου εξηγεί ότι οι τροφές που προηγούνται θα πρέπει να είναι πλούσιες πηγές σιδήρου, όπως είναι το κόκκινο κρέας, το αυγό και το ψάρι. Τονίζει ότι ο σίδηρος είναι απαραίτητος για πολλές λειτουργίες του σώματος και του εγκεφάλου. Στο βρέφος που θηλάζει αποκλειστικά, οι αποθήκες σιδήρου εξαντλούνται μετά τους πρώτους 6 μήνες γι’ αυτό και τροφές που είναι πλούσιες σε σίδηρο πρέπει να προηγούνται κατά την εισαγωγή των στερεών τροφών.
Εξοικείωση του βρέφους με τις γεύσεις
«Μεγάλη σημασία για την απώτερη υγεία έχει η υιοθέτηση κατά την παιδική ηλικία και ενήλικη ζωή σωστών διαιτητικών προτύπων με λαχανικά, όσπρια, φρούτα, ψάρια, ελαιόλαδο και λιγότερο κόκκινο κρέας που αποτελούν τις βασικές ομάδες τροφίμων που αποτελούν τη Μεσογειακή Δίαιτα. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει στην παιδική ηλικία εάν δεν επιτευχθεί στη βρεφική ηλικία η εξοικείωση του βρέφους και η αποδοχή γεύσεων τις οποίες αρχικά απεχθάνεται, για παράδειγμα ευρείας γκάμας λαχανικών, συμπεριλαμβανομένων αυτών με πιο πικρή γεύση, π.χ. πράσινα, φυλλώδη. Όσο πιο νωρίς καταφέρουμε να εντάξουμε ευρεία ποικιλία τροφών στη διατροφή του βρέφους τόσο καλύτερα. Είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι γονείς, ότι μια νέα γεύση μπορεί να χρειαστεί να προσφερθεί στο βρέφος 8 έως 10 φορές πριν από την αποδοχή της, γι’ αυτό και πρέπει να ενθαρρύνονται να επιμένουν στη χορήγηση μιας νέας τροφής στα βρέφη για όσο διάστημα εξακολουθούν αυτά να μην την αποδέχονται, έστω και αν η έκφραση του προσώπου τους δείχνει ότι τους είναι μισητή. Η προσθήκη αλατιού και ζάχαρης πρέπει να αποθαρρύνεται».
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Παπαδοπούλου, «ο κόσμος πιστεύει ότι η βρεφική διατροφή κατά τον 1ο χρόνο της ζωής καλύπτει απλά διατροφικές ανάγκες του βρέφους. Αυτό είναι μέγα λάθος. Η βρεφική διατροφή κατά το κρίσιμο αυτό χρονικό διάστημα επιπρόσθετα, καλλιεργεί συμπεριφορές, γευστικές προτιμήσεις και διαιτητικά πρότυπα που παραμένουν αργότερα στην παιδική ηλικία και αποτρέπουν ή ευοδώνουν την ανάπτυξη της παχυσαρκίας, των νοσημάτων φθοράς, της αλλεργίας και άλλων νοσημάτων που μαστίζουν το δυτικό κόσμο. Γι’ αυτό και οι γονείς πρέπει να ενημερωθούν για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος διατροφής και να προσπαθήσουν να τον εφαρμόσουν στα βρέφη τους».
Αλλεργιογόνες τροφές
«Έχοντας διαπιστώσει ότι παρά τις παλαιότερες συστάσεις για περιορισμό και καθυστέρηση της ένταξης στο διαιτολόγιο του βρέφους τις δυνητικά αλλεργιογόνες τροφές, όπως π.χ. τα προϊόντα του αγελαδινού γάλακτος, το αυγό, τα ψάρια, τη γλουτένη και τα ίχνη ξηρών καρπών, έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση των ποσοστών εμφάνισης τροφικής αλλεργίας. Γι’ αυτό και πλέον συνιστάται οι τροφές αυτές να εισάγονται στη διατροφή του βρέφους όπως και οι υπόλοιπες στερεές τροφές και να μην καθυστερούν. Πρέπει να τονίσουμε ωστόσο, ότι τα βρέφη που έχουν ήδη παρουσιάσει αλλεργία σε κάποια τροφή ή έχουν σοβαρή ατοπική δερματίτιδα που δεν υποχωρεί με τη θεραπεία, πριν δοκιμάσουν κάποια αλλεργιογόνα τροφή θα πρέπει να έχουν πρώτα εξεταστεί από ειδικό και υποβληθεί πιθανά σε εξετάσεις που θα κρίνει ο ειδικός».
Χορτοφαγική διατροφή
Η κ. Παπαδοπούλου εξηγεί ότ «όταν χρησιμοποιούνται χορτοφαγικές ή vegan δίαιτες, θα πρέπει να καταβληθεί ιδιαίτερη προσοχή για να εξασφαλιστεί η επαρκής πρόσληψη θρεπτικών συστατικών, καθώς τα θρεπτικά συστατικά μπορεί να είναι ανεπαρκή και ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται όσο η δίαιτα γίνεται πιο περιορισμένη. Οι μητέρες που καταναλώνουν μια vegan διατροφή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του μητρικού θηλασμού, πρέπει να εξασφαλίσουν την επαρκή πρόσληψη θρεπτικών συστατικών, ιδιαίτερα των βιταμινών Β12, Β2, Α, και D, είτε από εμπλουτισμένα τρόφιμα είτε από συμπληρώματα. Οι vegan δίαιτες δεν ενδείκνυνται κατά τη διάρκεια της χορήγησης στερεών τροφών στα βρέφη. Στις περιπτώσεις που οι γονείς χορηγούν vegan δίαιτα χωρίς να ακολουθούν τις απαραίτητες ιατρικές και διατροφικές συμβουλές σχετικά με τα απαραίτητα συμπληρώματα, ο κίνδυνος είναι μεγάλος, συμπεριλαμβανομένης της σοβαρής και μη αναστρέψιμης βλάβης στο κεντρικό νευρικό σύστημα από ανεπάρκεια βιταμίνης Β12, αλλά και του θανάτου. Εάν ένας γονέας επιλέγει να χορηγήσει στο βρέφος του κατά τον 1ο χρόνο της ζωής vegan διατροφή, αυτή πρέπει να γίνεται υπό τακτική ιατρική και διαιτητική επίβλεψη γιατρού ή/και ειδικού και οι μητέρες θα πρέπει να λαμβάνουν και να ακολουθούν διατροφικές συμβουλές. Προσοχή απαιτείται προκειμένου να δοθεί στο βρέφος επαρκής ποσότητα βιταμίνης Β12 και βιταμίνης D, σιδήρου, ψευδάργυρου, φυλλικού οξέος, ω-3 λιπαρών οξέων (ειδικά DHA), πρωτεΐνης και ασβεστίου, και να εξασφαλίσουν την επαρκή ενεργειακή πυκνότητα της δίαιτας που ακολουθούν».
Πρέπει τελικά να πιέζουμε τα βρέφη να τρώνε ή όχι;
Ο τρόπος που οι γονείς αλληλεπιδρούν με ένα παιδί σε διάφορες πτυχές της άσκησης του γονεϊκού ρόλου, συμπεριλαμβανομένης της σίτισης, μπορεί να επηρεάσει τη διατροφική συμπεριφορά του. Η σύγχρονη επιστημονική γνώση υποστηρίζει ότι ένας αυστηρός τρόπος σίτισης με συναισθηματική ζεστασιά και ανταπόκριση, αλλά με υψηλές προσδοκίες για τη διατροφική επάρκεια της δίαιτας των παιδιών, που συνοδεύεται από τη συμπεριφορά του γονέα σε ρόλο προτύπου όσον αφορά την κατανάλωση των φρούτων και λαχανικών σε συνδυασμό με την εξασφάλιση της διαθεσιμότητας των τροφίμων αυτών στο σπίτι, το μέτριο περιορισμό των ανθυγιεινών τροφών-σνακ, και την παράλληλη ενθάρρυνση των παιδιών να καταναλώνουν φρούτα και λαχανικά, συσχετίστηκε με σημαντικά καλύτερη διατροφική συμπεριφορά στην παιδική ηλικία.
Μια πρόσφατη ανασκόπηση καλά σχεδιασμένων μελετών που στοχεύουν στη μείωση του κινδύνου ανάπτυξης υπερβαρότητας ή παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πιο ελπιδοφόρες παρεμβάσεις πρόληψης της παχυσαρκίας σε παιδιά ηλικίας κάτω των 2 ετών είναι εκείνες που εστιάζουν σε σίτιση ανταποκρινόμενη στη διάθεση του παιδιού (responsive feeding), και συμπεριλαμβάνουν την εκπαίδευση των γονέων για την αναγνώριση στο βρέφος των πρώιμων σημείων της πείνας και του κορεσμού της, καθώς και την αποφυγή της διαχείρισης της συμπεριφοράς του βρέφους με διατροφικά ανταλλάγματα (π.χ. φαγητό για επιβράβευση ή ανακούφιση)».
ΠΗΓΗ: Εφη Φουσέκη